στίγμα

στίγμα
στῐγ-μα, ατος, τό,
A tattoo-mark, Hdt.5.35, Arist.HA585b33, GA721b32, IG42(1).121.48, al. (Epid., iv B.C.), Polyaen.1.24; σ. ἱρά, showing that the persons so marked were devoted to the service of the temple, Hdt. 2.113; esp. of a slave, Pl.Com.187, Ps.-Phoc.225, Cod.Theod.10. 22.4; or a soldier, ibid., Aët.8.12;

στίγματα ἐξαίρει βατράχειον καταπλασθέν Dsc.Eup. 1.110

: so metaph.,

σ. Ἰησοῦ Ep.Gal.6.17

(pl.); ἀνωφελῆ ς., of inscribed laws, D.Chr.80.5.
2 generally, mark, spot, as on the dragon's skin, Hes.Sc.166, cf. Paus.8.2.7, 8.4.7.
3 stud, LXX Ca.1.11.
4 σ. χρυσοῦν colour of gold, Ps.Democr. ap.Zos.Alch.p.119 B., cf.p.126 B.
5= cicatricis signum, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στιγμά — στιγμά̱ , στιγμή spot fem nom/voc/acc dual στιγμά̱ , στιγμή spot fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίγμα — tattoo mark neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

  • στίγμα — το 1. σημάδι που απομένει στο δέρμα από καυτηρίαση ή κέντηση. 2. κηλίδα, λεκές: Πάνω στην επιφάνειά του έχει μερικά μελανά στίγματα. 3. ηθική κηλίδα, όνειδος: Αποτελεί στίγμα για την οικογένειά του. 4. σημείο γραφής. 5. γεωγραφικό μήκος και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και …   Dictionary of Greek

  • στιγμάν — στιγμά̱ν , στιγμή spot fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμάς — στιγμά̱ς , στιγμή spot fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμάτων — στίγμα tattoo mark neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίγμασι — στίγμα tattoo mark neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίγμασιν — στίγμα tattoo mark neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίγματα — στίγμα tattoo mark neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”